χρυσοφεγγης

χρυσοφεγγης
    χρυσοφεγγής
    χρῡσο-φεγγής
    2
    сияющий или сверкающий как золото
    

(σέλας Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χρυσοφεγγης" в других словарях:

  • χρυσοφεγγής — και χρυσεοφεγγής, ές, Α αυτός που λάμπει σαν χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοφεγγῆ — χρῡσοφεγγῆ , χρυσοφεγγής gold beaming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρῡσοφεγγῆ , χρυσοφεγγής gold beaming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρῡσοφεγγῆ , χρυσοφεγγής gold beaming masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοφεγγές — χρῡσοφεγγές , χρυσοφεγγής gold beaming masc/fem voc sg χρῡσοφεγγές , χρυσοφεγγής gold beaming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσεοφεγγής — ές, Α (ποιητ. τ.) βλ. χρυσοφεγγής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»